Τίτλος: ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ
Συγγραφέας: ΠΛΑΤΩΝ ΜΑΛΛΙΑΓΚΑΣ
Είδος: μυθιστόρημα
Σελίδες: 592
Σχήμα: 14 Χ 21
Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία
Τιμή: €19,50
Εξαντλημένο
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για τους άγνωστους βίους που κινούνται αθόρυβα δίπλα μας.
Η Αριάδνη είναι γλύπτρια, τελειόφοιτη της Σχολής Καλών Τεχνών, και πρέπει σύντομα να παραδώσει την πτυχιακή της. Ο χρόνος την πιέζει και ο πρόσφατος χωρισμός της με τον Κωστή θολώνει ακόμα περισσότερο την κρίση της.
Επιθυμώντας να εντυπωσιάσει, αποφασίζει να πειραματιστεί με τους ανύποπτους γείτονές της και να χρησιμοποιήσει στην εργασία της στοιχεία της καθημερινότητάς τους. Δεν διστάζει, λοιπόν, να κλέψει προσωπικά τους αντικείμενα, να τοποθετήσει μικρόφωνα στα διαμερίσματά τους, να φωτογραφίσει ιδιαίτερες στιγμές τους. Ο φόβος μήπως αποκαλυφθεί δεν φαίνεται ικανός να τη σταματήσει. Όμως το «πείραμά» της θα την παρασύρει σε μια περιπέτεια που θα αναστατώσει τη ζωή της καθώς και τις ζωές των συγκατοίκων της, με απροσδόκητα για όλους αποτελέσματα.
Μαζί της ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να διεισδύσει στον «λαβύρινθο» της πολυκατοικίας, να μπει σε ξένα διαμερίσματα, να κρυφοκοιτάξει άγνωστες ζωές, να γνωρίσει τις ανομολόγητες επιθυμίες τους, τα μυστικά και τα αδιέξοδά τους.
*
«… Πάλι τα ίδια... Στεναχωριόταν που τα ρούχα της έπεφταν τόσο συχνά στον κήπο του παπά. Φέτος μονάχα της συνέβη άλλες τρεις φορές. Τι θα σκεφτεί στο τέλος ο άνθρωπος; Ότι το κάνει εσκεμμένα; Και καλά, στις άλλες περιπτώσεις ήταν ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι, ένα μακό μπλουζάκι... Μα εσώρουχο, της φαίνεται λίγο τραβηγμένο. Με τι μούτρα θα του το ζητήσει το πρωί; Πάντα έστελνε τον Νικήτα, τον διαχειριστή, να τα γυρέψει. Τώρα όμως; Πάει πολύ ν’ αλλάξει το εσώρουχό της τόσα άγνωστα χέρια…»
*
Αποσπάσματα
…
Να στολίσει το σώμα: σηκώνεται γρήγορα και στέκεται γυμνή μπροστά στις φωτεινές βολίδες. Κρατάει το κεφάλι σκυμμένο. Προσηλώνει τα μάτια με έκπληξη σ’ αυτό το κορμί που λαχταράει για λίγο να αυτονομηθεί, να διώξει τη θλίψη του, να γιορτάσει το φως. Ωστόσο μόνο για ένα-δύο δευτερόλεπτα παιχνίδισαν οι αναλαμπές πάνω στο λευκό της δέρμα, σε μία σύντομη επίσκεψη κι ύστερα έσβησαν, αφήνοντάς την ξανά γυμνή.
Να ντύσει το σώμα: ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα, αδιαφορώντας ποιο απ’ όλα θα διαλέξει το χέρι της, αφού το σώμα έτσι κι αλλιώς ξαπλώνει μονάχο εδώ και αρκετό καιρό. Παίρνει ένα οποιοδήποτε κιλοτάκι, από τη στοίβα πάνω-πάνω, και το περνά απ’ τα πόδια της σκυμμένη.
Αριστερό πόδι, δεξί. Πώς ’φχαριστιέται το πλυμένο σώμα ένα καθαρό ύφασμα! Πώς χορταίνει την πρώτη του δροσιά! Τώρα το στρώνει καλά με επιδέξιες κυκλικές κινήσεις των δαχτύλων που περνούν μέσα απ’ το λάστιχο. Απολαμβάνει την αίσθηση της επαφής με το ύφασμα, το κρύο του χάδι.
Στον Κωστή άρεσε να περνάει τις παλάμες του μέσα απ’ τα λάστιχα, δίχως να βιάζεται να της το βγάλει, να κρατά τους γλουτούς της, άλλοτε σφιχτά, άλλοτε απαλά. Χαιρόταν να της ψιθυρίζει τότε, ω, πόσο μου αρέσεις, τρυφερό μου σώμα... Γιατί όμως η μνήμη επιμένει; Θέλει να γιατρευτεί η πληγή της, έχει κουραστεί. Να πάψει να εκτίθεται άλλο... Γιατί μόνο πάνω στο σεξ γίνονται τρυφερά τα ρεμάλια; Πού χάνεται η ευαισθησία τους τις υπόλοιπες ώρες; Μήπως παριστάνουν τους τρυφερούς για να πάρουν αυτό που χρειάζονται κι ύστερα τέλος;
Ψάχνοντας με το χέρι μέσα στο ίδιο συρτάρι, λίγο πιο δεξιά, βρίσκει τις λευκές της πιτζάμες. Έχει αρχίσει να κρυώνει πια. Φοράει το επάνω μέρος. Πρώτο κουμπί, ο Κωστής ήταν μαλάκας. Δεύτερο κουμπί, η ίδια κι αν ήταν. Τρίτο κουμπί, δεν θα πιαστεί κορόιδο ποτέ πια. Τέταρτο κουμπί, η ανθρώπινη μάσκα. Πέμπτο κουμπί, στις ροδιές συναντιόμαστε... Τώρα το παντελόνι.
Κάθεται στο κρεβάτι για να περάσει άνετα τα πόδια απ’ τα μπατζάκια. Αριστερό πόδι, δεξί. Όρθια πάλι για να το τραβήξει προς τα πάνω. Η Αριάδνη, με την κινέζικη νυχτερινή στολή της, δειλινό στην Τιεν Αμέν, Κυριακή απόγευμα, ξένη ανάμεσα σε ένα πλήθος ανεπιθύμητες ηλικιωμένες που κάνουν τάι-τσι για να μπορέσουν οι γιοι και οι νύφες τους να προσκαλέσουν για λίγο στο σπίτι την ηδονή. Αλλά, άσε καλύτερα. Στου κρεμασμένου δε μιλάμε για σκοινί...
Να ξεκουράσει το σώμα: πλαγιάζει αποκαμωμένη, τραβάει τα σκεπάσματα μέχρι το λαιμό και κουλουριάζεται όμοια με έμβρυο, ώσπου να συνηθίσει τα κρύα σεντόνια. Και καθώς η θερμοκρασία του σώματος φτιάχνει σιγά σιγά γύρω της μία περίθαλπη κοιτίδα, ο νους της χαλαρώνει και προχωράει αργά προς τα τοπία των ονείρων.
Ακούγεται ένα ακόμα αυτοκίνητο και οι προβολείς του πέφτουν πάνω στον έξω τοίχο. Οι τρύπες απ’ τα στόρια επιτρέπουν να περνά στο δωμάτιο μόνο μία πλατιά ακτινωτή βεντάλια που σκεπάζει με άστρα τον ύπνο της. Κι ύστερα τα παρασύρει μαζί του ο ήχος της μηχανής που απομακρύνεται.
Είχε ξανασυμβεί αυτό όταν έκαναν έργα στη Μυκόνου. Α, τώρα θυμάται. Για λίγες μέρες το συνεργείο του δήμου είχε αφήσει κάθετα στο δρόμο ένα σαμαράκι από χώμα. Τότε όμως τίποτα δεν την ενοχλούσε. Κάποιες φορές μάλιστα, όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος, καθόταν πλάι στον Κωστή και περιεργαζόταν το πρόσωπό του, τη γαλήνια έκφρασή του, τα ίχνη που άφηναν επάνω του τα όνειρα, τις μυϊκές συσπάσεις, τους ανεπαίσθητους μορφασμούς. Όταν το φως τρύπωνε απ’ τις γρίλιες, η Αριάδνη χαιρόταν την επίσκεψή του. Οι βιαστικές ρομφαίες των προβολέων διαπερνούσαν τότε τα σκοτάδια και ήταν σαν να κομμάτιαζαν το ωραίο του πρόσωπο. Στην πραγματικότητα όμως το άφηναν να κοιμάται ανέπαφο. Με πόση λαχτάρα τις περίμενε τότε!
…
*
Η Ναταλία εκείνη την εποχή είχε μόλις υποκύψει στη γοητεία του διαδικτύου. Με αφορμή την μετεκπαίδευσή της στα νέα ηλεκτρονικά μέσα, ως προϊσταμένη του τμήματος Φ.Π.Α της Δ΄ Δ.Ο.Υ, απέκτησε τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να περιηγείται με σχετική άνεση στο νεοπαγές εικονικό σύμπαν. Το επόμενο βήμα ήταν να προμηθευτεί προσωπικό υπολογιστή. Στη δουλειά της ήταν αδύνατον να τον χρησιμοποιεί πέρα από τις αυστηρώς επαγγελματικές της ανάγκες.
Αν και αυτός ο ολοκαίνουργιος κόσμος αποτελούσε πεδίο εξερεύνησης κυρίως για ηλικίες πολύ νεώτερες, η Ναταλία ανακάλυπτε προοδευτικά πως ίσα ίσα χάρη στην ηλικία της διέθετε ένα πλεονέκτημα παραπάνω. Συνηθισμένη να ασκεί έλεγχο στους υφισταμένους της με κάθε είδους ψυχολογικό χειρισμό, αποτελεσματικά και σε καθημερινή βάση, χωρίς όμως να γίνεται αντιπαθής, τώρα διαπίστωνε ότι μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη συγκεκριμένη ικανότητα και σε άλλα πεδία δράσης.
Όταν πρωτογνώρισε τα προγράμματα συζητήσεων στα διαδικτυακά δωμάτια, όπου ο καθένας μπορεί να συνομιλήσει με οποιονδήποτε, όσα χιλιόμετρα μακριά κι αν βρίσκεται, και μάλιστα κάτω από εξασφαλισμένη ιδιωτικότητα, γοητεύτηκε φοβερά. Ένιωσε να ξανοίγεται εμπρός της ένας ορίζοντας ασύλληπτης έκτασης που και δέκα ζωές δεν θα έφταναν για να τον εξερευνήσει. Μαγεύτηκε, αισθάνθηκε πως της προσφερόταν η δυνατότητα να ζήσει μέσω άλλης οδού όλα όσα δεν είχε καταφέρει να χαρεί στα νιάτα της.
Στο διαδίκτυο καθημερινά λάβαινε χώρα ένα αδιάλειπτο εξ αποστάσεως φλερτ, από την πιο αθώα μορφή του έως την πιο χυδαία. Αποφάσισε λοιπόν να μπει κι εκείνη στο πανηγύρι. Και βέβαια δεν την απασχολούσε αν οι σύντροφοί της κατοικούσαν στην ίδια χώρα ή στα πέρατα της οικουμένης, αφού φρόντιζε πάντα να καλύπτεται πίσω από το παραπέτασμα της ανωνυμίας.
Δοκίμασε την τύχη της και τα κατάφερε. Την συνάρπαζε η πρωτόγνωρη αίσθηση ότι μπορούσε να συνάψει, πλατωνικές έστω, σχέσεις με πολύ νεότερά της άτομα στις οποίες η ίδια θα είχε πάντοτε το πάνω χέρι. Μ’ αυτόν τον τρόπο ίσως θα μπορούσε να ξαναζήσει, όμως με λιγότερες αναστολές πια, την προ πολλού χαμένη εφηβεία.
…
…
*
…
Πήγε στην απέναντι γωνία του δωματίου όπου βρισκόταν το πικάπ. Έβαλε γρήγορα έναν δίσκο. Όρθωσε πάλι το κορμί της και το άφησε για μια στιγμή ακίνητο, με τα χέρια ανασηκωμένα σε έκταση· σαν προσηλωμένη σε αόρατο σταυρό. Μετά από δυο σιωπές –σαν να είχε ρυθμό η σιωπή- ξεχύθηκε μουσική στο δωμάτιο, άνεμος απότομος και ξαφνική μπόρα, που την παρέσυραν σαν να ήταν πάνινη κούκλα στις ασταμάτητες ριπές τους.
Κουνούσε τον κορμό της απαλά λες και τον περιέστρεφε γύρω από κάποιαν αόρατη ελικοειδή στήλη. Τα χέρια της τον ακολούθησαν για λίγο, όμοια με στριφογυριστές σκάλες ή σαν κορδέλες ρυθμικής γυμναστικής κι έπειτα απλώθηκαν καμπυλωμένα συμμετρικά, όπως ανοίγει τις φτερούγες του το φοινικόπτερο.
Τα δάχτυλά της σχεδίαζαν με οικονομία την πνοή που φυσά λίγο πριν να ξεσπάσει η μπόρα. Απ’ τις παλάμες της ανέβαιναν πυκνά δυσοίωνα σύννεφα, καλύπτοντας την οροφή της κάμαρης. Στη σκόνη ενός συχνοδιάβατου δρόμου έσκαγαν οι στάλες χοντρές, προμηνώντας κατακλυσμό. Ύστερα άρχισαν να πέφτουν απανωτά οι ριπές. Ολόκληρο το σύμπαν βροντούσε. Λάμψεις, κρότοι, στοιχειά, φοβερές παρουσίες...
Έκρυψε τρομαγμένος το πρόσωπό του κάτω από τα σεντόνια, αλλά ακόμα κι έτσι συνέχιζε να βλέπει τον άγριο χορό της. Αν και με σώμα τόσο ισχνό, η κοπέλα περιέγραψε τις ομορφιές και τα δεινά της καταιγίδας, ώσπου τα σύννεφα παραμέρισαν και πρόβαλε από τους ώμους της ο ήλιος. Στη ζωηρή της περιστροφή ιστορούσε με ακρίβεια τα πορφυρά βελούδα των οριζόντων. Οίνοπας ουρανός, πουλιά τον διέτρεχαν και υποδέχονταν τη μέρα ως νύμφη και κόρη. Στα πόδια της ποτάμια φουσκωμένα πληρούσαν χάσματα γης. Πουλιά ξέφρενα, διαφημιστές της ανοιξιάτικης πραμάτειας. Φτερουγίζανε σύννεφα στις κορυφές των κυπαρισσιών, στις ρίζες των βουνών πάλευαν ακόμη τα σκοτάδια. Η γη βλάσταινε τα ποικίλα πετράδια της κι άπλωνε τα πολυσχιδή χαλιά της κάτω από τον ήλιο. Πάσχα Κυρίου, Λαμπρή, ευωχία! Αναμμένα κεριά υψώνονταν, θριαμβευτικά επί του θανάτου. Επικράνθη! Πανηγύριζαν φωνές. Από το πάτωμα ξεπετάχτηκε μια ροδιά που ψήλωσε ως το ταβάνι. Οι καρποί της ψιθύριζαν και τρίζανε στους κλώνους. Τότε κόρη και δέντρο έγιναν ένα. Τα στήθη της μεταμορφώθηκαν σε ρόδια.
Ο Μάρκος ξεθάρρεψε κάπως. Χωρίς να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, άπλωσε τα χέρια του. Άγγιξε τους καρπούς της με αγαλλίαση. Το κορίτσι δεν αντιστάθηκε, μα τους πρόσφερε κοιτώντας τον με αβάσταχτη μνησικακία και μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο κάπως σαρκαστικό.
Κι εκείνος: «Άργησα, Ειρήνη. Τι απόγινες;» τη ρώτησε, κρατώντας με λατρεία τα δύο ρόδια.
…
*
…
Ισόγειο. Κατά τις έξι το ξημέρωμα. Ο Ισίδωρος ξαπλωμένος στο κρεβάτι του περιεργάζεται έναν πίνακα που παρουσιάζει το εσωτερικό κάποιου δωματίου. Η εξώπορτα είναι ανοιχτή κι αντί για αυλή έξω υπάρχει μόνο θάλασσα. Στο ταβάνι ιριδίζουν αντανακλάσεις κυμάτων.
Πρόκειται για αντίγραφο ενός έργου του Χόπερ που του έφερε ένας φίλος την προηγουμένη. Ο Ισίδωρος το κρέμασε στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του και τώρα είναι το πρώτο πρωινό που ξυπνάει μαζί του. Χθες, όταν το πήρε, δεν αντιλήφθηκε αμέσως το μέγεθος του νόστου που ξεσήκωνε μέσα του. Μόνο σήμερα, καθώς ξυπνούσε, τον πρωτοείδε με τη βοήθεια του αδύναμου φωτός που έμπαινε απ’ τα κλειστά πατζούρια και του φάνηκε πως ένευε προς την ψυχή του μ’ έναν προσωπικό τόνο, σαν να τον ρωτούσε, θυμάσαι; Και τότε ξεκίνησε μεταξύ τους κάτι σαν διάλογος. Για αρκετή ώρα είχε την αίσθηση πως ο πίνακας μάλαζε τη μνήμη του.
Αργότερα, όπως κάθε πρωί, ο Ισίδωρος σηκώθηκε στις επτά. Αφού πρώτα διάβασε τον όρθρο, μνημόνευσε ένα προς ένα τα ονόματα των προσφιλών του, γράφοντάς τα σε χαρτί για να μην ξεχάσει κάποιον. Πρώτα τους κεκοιμημένους, μετά τους ζώντες. Αυτό γινόταν καθημερινά, με εξαίρεση τις Κυριακές που λειτουργούσε στην εκκλησία, όπου τα διάβαζε κατά την προσκομιδή. Ήταν εφημέριος σε κάποιο παρεκκλήσι στις υπώρειες του Υμηττού, στα σύνορα Καισαριανής και βουνού, όπου συνήθιζε να πηγαίνει από του Ζωγράφου πεζή, πολύ νωρίς, κατά το χάραγμα.
…
*
…
Στον πέμπτο όροφο μένουν ο Νίκος και η Φωτεινή. Είναι παντρεμένοι εδώ και τρία χρόνια. Προσφάτως απέκτησαν το πρώτο τους παιδί. Ο Νίκος διατηρεί συνεργείο αυτοκινήτων μερικά τετράγωνα πιο πέρα απ’ το σπίτι του και τώρα βρίσκεται στη δουλειά. Η Φωτεινή εργάζεται σαν δασκάλα σε κοντινό δημοτικό σχολείο. Αυτή την εποχή έχει πάρει γονική άδεια. Σήμερα το πρωί, (μερικές μέρες μετά το στήσιμο το μικροφώνων της Αριάδνης στο φωταγωγό), θέλησε να βάλει πλυντήριο. Πήρε ένα ένα τα άπλυτα ρούχα και έψαξε τις τσέπες τους μην τυχόν και είχε ξεχαστεί εκεί κάποιο αντικείμενο. Και πράγματι στην τσέπη ενός παντελονιού του Νίκου ανακάλυψε κάτι. Αλλά δυστυχώς δεν ήταν κάποιο ξεχασμένο χαρτονόμισμα.
Τώρα που πέρασε το πρώτο σοκ είναι τρομερά συγχυσμένη. Δεν ξέρει τι να κάνει με το εύρημά της. Γνωρίζει τι σημαίνει αυτό για τη σχέση της με το Νίκο, αλλά δε θέλει και να το πάρει απόφαση. Ίσως να υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα αυτά. Πιθανόν, αν το συζητήσει μαζί του, η παρεξήγηση να λυθεί. Αλλά κατά βάθος δεν το πιστεύει.
Αυτή τη στιγμή πλένει τα χθεσινοβραδινά πιάτα. Δίπλα της, στο πάτωμα της κουζίνας, είναι ακουμπισμένο το ρηλάξ όπου κάθεται και την κοιτάζει μισοκοιμισμένο το νεογέννητο. Από τα μάτια της κυλούν ανεξέλεγκτα τα δάκρυα. Για να αντέξει, για να μην καταρρεύσει, για να μην ουρλιάξει και ίσως ακόμα για να μην εγκληματήσει, μιλάει στο βρέφος σαν να πιστεύει ότι θα μπορούσε να την καταλάβει. Ανασκοπεί την προσωπική της ιστορία, σαν για να βάλει μια σειρά στα γεγονότα που την οδήγησαν εδώ που βρίσκεται σήμερα. Δεν ξέρει όμως ότι τα λόγια της πιάνονται σαν πουλιά από τις ξόβεργες που έχει στήσει η Αριάδνη στο φωταγωγό.
…
*
…
«...Ίσως να τον κούρασε η εγκυμοσύνη μου. Μα τι ανυπόμονοι που είναι; Θέλουν οπωσδήποτε κάπου να το χώσουν, να εκτονωθούν κι ας καεί ο κόσμος όλος. Ενώ ο γιατρός το είπε καθαρά: ¨Να προσέχεις, Φωτεινή, δεν παίζουμε με αυτά τα πράγματα. Άλλες περιπτώσεις μπορούν και μέχρι τον ένατο, εσύ όμως όχι¨. Ήταν κι ο πατέρας σου μπροστά, τον άκουσε. Είχαμε πάει μαζί για να σε δούμε στον υπέρηχο.
»Μα τι θέλουν επιτέλους όλοι τους; Έχουν μια ορμή, μια δύναμη μέσα τους, τόσο αναπάντεχη, τόσο τρομακτική! Ο Αχιλλέας φαινόταν απαλός, ναι, πολύ απαλός χαρακτήρας... Αλλά κι ο Νίκος, όταν έμαθε ότι ήμουν έγκυος, μου φάνηκε ότι έγινε κάπως πιο τρυφερός. Μα ώρες ώρες αγριεύει, σκυθρωπιάζει χωρίς λόγο, αφαιρείται. Τελευταία φέρνει από το μαγαζί και κάτι βρωμόλογα... τα ξεστομίζει μερικές φορές χωρίς καθόλου ντροπή και είναι τόσο παράταιρα με το πρόσωπο που έδειχνε τον πρώτο καιρό... Μου τη δίνει έτσι που κυλούν ανάμεσα απ’ τα δόντια του, καθώς τα φτύνει με αυτή την προκλητική ευκολία. Ξεχνιέται ότι είμαι μπροστά και τότε βλέπω πόσο τα ευχαριστιέται. Εγώ πάλι δεν τα αντέχω, έμαθα αλλιώς. Αν τον είχα ερωτευτεί, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα, θα τον κρατούσα στην αγκαλιά μου με άλλον τρόπο· όπως, ας πούμε, τον Αχιλλέα στον ύπνο μου... Όμως, ακόμα κι αυτόν, μήνες ολόκληρους έχω να τον δω...»
…
*
…
«Κι ο άλλος που έρχεται και τη βλέπει;»
«Έχει καιρό να φανεί. Πριν μερικούς μήνες ξαφνικά σταμάτησε να έρχεται. Πάντως καβγάς δεν ακούστηκε. Μάλλον αυτός την άφησε γιατί τους τελευταίους μήνες η φτέρη μοιάζει λίγο μαραμένη».
«Ώστε την παράτησε... Και τι θα την έκανε; Αφού είναι αλλόκοτη. Ενώ εκείνος ήταν ευγενέστατος. Μια φορά στο ασανσέρ μου κράτησε την πόρτα να περάσω... Αχ, Νικήτα, κρίμα να φεύγουν οι καλοί και να μένουν οι μπασκλασαρίες, κρίμα για την πολυκατοικία μας. Στο κουδούνι της τι σημαίνει αυτό το Ασούκουτου; Πολυμέρη Ασούκουτου;»
«Α! Όταν πρωτοήρθε μου είπε ότι είναι φοιτήτρια της Καλών Τεχνών και επειδή πολλοί από τους συμφοιτητές της δεν ήξεραν το επώνυμό της, προτιμούσε να την γράψω έτσι για να την βρίσκουν ευκολότερα. ¨Πολυμέρη Α.Σ.Κ.Τ.¨ Αλλά πρέπει να είναι και ψώνιο. Όπως στα κουδούνια που γράφουν, τάδε, ΙΑΤΡΟΣ, δείνα ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ, σε σπίτι, να πούμε, κι όχι σε επαγγελματικό χώρο. Οι άλλοι γιατί δεν γράφουν χτίστης και ξυλουργός; Γράφουν το όνομά τους σκέτο. Άσε, σου λέω, πρέπει να είναι μεγάλη ψωνάρα...»
«Έτσι ε; Εγώ δεν ήξερα τι σήμαινε και στον άντρα μου την έλεγα Ασούκουτου. Τώρα το κόλλησε κι εκείνος. Συνάντησα την Ασούκουτου στο ασανσέρ, μου λέει χθες. Ο σκούφος ήτανε λιλά και τα μαλλιά λυτά».
…
*
…
Μια κεφαλή αρχαίου εφήβου πρόβαλλε απ’ το άνοιγμα. Σγουρό αχτένιστο μαλλί έπεφτε στα φρύδια και στους κροτάφους. Ήταν τόσο ξέγνοιαστο εκείνο το πρόσωπο. Ο Γάτος στα δεκαέξι του δεν είχε ακόμα γυναίκα να κερατώνει, δεν είχε κόρη, δεν είχε επιχείρηση, ούτε δάνεια και Φ.Π.Α. να πληρώνει. Είχε μονάχα το ευέλικτο σώμα του και την αρχαϊκή ομορφιά του για να σαγηνεύει κορίτσια. Απλά πράγματα.
«Αφεντικό...»
«Άντε γαμήσου!»
«Αφεντικούλη μου, μια ερώτηση...»
«Καλά, ρε μαλάκα, δεν είδες ότι κατέβασα ρολά;»
«Αφεντικούλη, είναι ανάγκη... τέλειωσαν οι βαλβολίνες. Να πάω να πάρω;»
«Να πας, ρε. Να πας και να μη γυρίσεις...»
«Λεφτά».
Άπλωσε το χέρι απ’ το άνοιγμα της πόρτας. Το ίδιο βρώμικο θα έδειχνε και το χέρι του εφήβου των Αντικυθήρων, όταν ύστερα από χιλιετίες τον ανέσυραν πάλι από το λασπωμένο βυθό στο φως.
Πήρε τα χρήματα, καβάλησε το μηχανάκι του και χάθηκε στα στενά. Ο άλλος έμεινε εκεί ολομόναχος, βυθισμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα, κοιτώντας χωρίς καμιά συγκίνηση πια την κόκκινη Φεράρι στο ημερολόγιο της Γκουντγήαρ, πάνω από το γραφείο του.
Τις οδηγείς για λίγο καιρό κι έπειτα παλιώνουν, όμως δεν έχεις δικαίωμα ύστερα να πάρεις άλλη, καινούργια, αστραφτερή. Μετά την απομάκρυνσή σας από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
…
*
…
«Αυτός είναι ο μικρούλης που μου λες πως είναι άτακτος σαν σκίουρος;» ρώτησε τη μητέρα μου, καθώς μου τσιμπούσε χαϊδευτικά το μάγουλο. Έσκυψε και με φίλησε.
Από το βάθος του ντεκολτέ είδα τα στήθη της να σαλεύουν· ένα χρυσό σταυρουδάκι ασφυκτιούσε ανάμεσά τους. Αισθάνθηκα σαν να με άρπαζε δίνη, ζαλίστηκα. Δεν ξέρω με τι ύφος την κοίταξα. Όμως πρόσεξα ότι αίφνης κοκκίνισε, ανασηκώθηκε βιαστικά και είπε στη μητέρα μου, γελώντας αμήχανα, πως «είναι κιόλας ολόκληρος άντρας!» Εκείνη δεν έδωσε σημασία. Πολύ συχνά χρησιμοποιούν αυτήν την έκφραση για να κολακέψουν τα μικρά αγόρια. Όμως είμαι σίγουρος ότι η Ναταλία εννοούσε κάτι άλλο. Γιατί θυμάμαι καλά ότι από τότε κιόλας παρατηρούσα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις γυναίκες.
…
*
…
Κάθε φορά που η Ναταλία ερχόταν σε τόσο κοντινή επαφή με νέους άντρες, όπως αυτός που πριν λίγο σωριάστηκε στα πόδια της, ταραζόταν υπερβολικά. Το συσσωρευμένο βάρος των χρόνων πάνω της την έκανε να λιποψυχεί μπροστά στην ανέμελη βεβαιότητα που διέκρινε στα μάτια τους ότι η ζωή δεν ήταν παρά μια συναρπαστική περιπέτεια, ένα παιχνίδι. Κάτι μέσα της επιθυμούσε απεγνωσμένα να γεφυρώσει εκείνη την αχανή απόσταση που ένιωθε να την χωρίζει από αυτούς. Στα μάτια της, όμως, φάνταζε σαν τα απερινόητα μεγέθη με τα οποία οι αστρονόμοι μετράνε το κενό διάστημα ανάμεσα στους γαλαξίες. Δεν τα χωρούσε το μυαλό της, τα γόνατά της λύγιζαν μπροστά τους. Γι’ αυτό και προτιμούσε να παίζει τις νύχτες με τα αισθήματα αυτών των παιδιών, χωρίς να αποκαλύπτει το πρόσωπό της. Ήλπιζε ότι με τη βοήθεια της ανωνυμίας θα μπορούσε να υποσκελίσει το χάσμα.
…
*
…
Καθώς έκανε αυτή τη σκέψη, την ώρα που περνούσε από κάποιο χαμόσπιτο με ανοιχτό παράθυρο προς το δρόμο, στράφηκε και κοίταξε μέσα. Ίσως να το αποτόλμησε από ανάγκη να επανορθώσει αναδρομικά, αλλά ταυτόχρονα το έκανε και με την περιέργεια των περαστικών που κοιτάζουν τα εσωτερικά των ξένων σπιτιών σαν να είναι μυστικοί κόσμοι. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε άνθρωπος στο δωμάτιο, καθυστέρησε για να το περιεργαστεί βιαστικά. Κοντοστάθηκε για ένα δυο δευτερόλεπτα και τότε η όρασή του πρόλαβε να αποτυπώσει μια από εκείνες τις εικόνες που η ζωή σου χαρίζει εξαιρετικά σπάνια, παραστάσεις που μπαίνουν ακαριαία στη συνείδηση σαν αστραπές: ένα μικρό καθιστικό με παλαιά λιτή επίπλωση. Στον καναπέ στοίβες βιβλία. Κάποιο νεανικό φουστάνι, ριγμένο αφρόντιστα επάνω σε μια ψάθινη καρέκλα. Στο τραπεζάκι μερικά πιάτα με υπολείμματα φαγητού και δύο κρασοπότηρα ακουμπισμένα δίπλα δίπλα. Από μια μισάνοιχτη πόρτα, στο βάθος, είδε την άκρη ενός παλαιού σιδερένιου κρεβατιού και απάνω του, μες στο ημίφως, δυο νεαρά ολόγυμνα κορμιά που σάλευαν περιπλεγμένα...
Συνέχισε το δρόμο του ταραγμένος. Δεν ήθελε να τον περάσουν για ηδονοβλεψία. Προσπέρασε έναν ασβεστωμένο τοίχο με ανώμαλη επιφάνεια, γεμάτη εξογκώματα και επιμήκεις πλάγιες σκιές. Έπειτα χαμηλές ασπρισμένες μάντρες, δροσερές αυλές. Γλάστρες που θορυβούσαν μ’ ένα κίτρινο λαμπερό, επιδεικνύοντας τα τελευταία τους χρυσάνθεμα. Ύστερα πόρτες σφαλισμένες γερά, παράθυρα με τραβηγμένες τις κουρτίνες. Όλα τα κοιτούσε χωρίς να τα προσέχει. Η σκέψη του είχε σκαλώσει στο φοιτητικό δωμάτιο που μόλις κρυφοκοίταξε.
…
*
…
Από τη στιγμή που ο Ισίδωρος αποφάσισε να αποδεχτεί την ασώματη παρουσία της Αριάδνης μέσα στο δωμάτιό του και αφέθηκε τελικά να τον παρασύρουν οι συνειρμοί, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι, αν αναπαριστούσε γεωμετρικά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τις τελευταίες μέρες, θα έφτιαχνε έναν κύβο στο εσωτερικό του οποίου στροβιλίζεται μια μικρή σφαίρα. Μάλιστα εκείνο το σχήμα εμφανίστηκε μέσα στο μυαλό του με τέτοια ζωηρότητα που τελικά τον ζάλισε. Το στομάχι του σφίχτηκε, νόμισε πως θα έκανε εμετό. Αμέσως αισθάνθηκε την ανάγκη να βγει το συντομότερο από εκεί μέσα.
Σχεδόν παραπατώντας πήγε στην κουζίνα. Κοίταξε γύρω του, προσπαθώντας να πιαστεί από κάτι που θα τον βοηθούσε να βγει, έστω προσωρινά, απ’ τη σύγχυση. Αποφάσισε να φτιάξει ένα τσάι. Καθώς ζέσταινε το νερό, στάθηκε να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Αρχικά μερικές μικρές φυσαλίδες ανεβαίνουν στη επιφάνεια. Είναι σαν τα αισθήματα που γεννάει η συνάντηση με το σπάνιο. Ύστερα οι κραδασμοί από τον πυθμένα του δοχείου, κάτι σαν προειδοποίηση. Και μετά ο κοχλασμός, ο βρασμός της ψυχής.
…
*
…
Κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι του, πριν ακόμα βγάλει το μπουφάν και τα παπούτσια του, πριν κοιτάξει τον τηλεφωνητή, πίεζε το κουμπί που άνοιγε τον υπολογιστή του. Λες και όλη του η ζωή εξαρτιόταν από αυτό το μηχάνημα, το «δεύτερο σώμα» όπως το αποκαλούσε. Ο περισσότερος κόσμος κάνει το ίδιο, αλλά με την τηλεόραση. Ο Τζόυφ πίστευε ότι εκείνο που τον διαφοροποιούσε απ’ τους άλλους ήταν το ότι, επειδή οι υπολογιστές δεν έχουν ακόμα τηλεχειριστήριο, το άνοιγμά τους είναι μια τρυφερή υπόθεση επαφής με αμφίδρομη δράση. Το δάχτυλό του πίεζε το κουμπί κι αυτός ένιωθε τη στιγμιαία του αντίσταση. Έπειτα άκουγε τον κραδασμό του επεξεργαστή, καθώς άρχιζε να λειτουργεί, κι όλα αυτά του έδιναν μιαν εντύπωση σχέσης, κάτι που εμπεριείχε την απόλαυση διαλόγου.
…
*
…
Για ώρα πολλή ονειρεύτηκε ακατάπαυστες συνουσίες με ανώνυμα σώματα, χάδια και επαφές που ποτέ ως τότε ο ύπνος της δεν είχε κατορθώσει να παραστήσει με τόση ζωντάνια. Κι όλα αυτά με πρωτοφανή μανία, με απίστευτη σφοδρότητα, σαν μέσα στο λεπτεπίλεπτο σώμα της να κατοικούσε δέσμιος από χρόνια κάποιος ανήμερος σάτυρος. Κι όπως συμβαίνει συνήθως με τα όνειρα, όσα διαδραματίστηκαν τα βίωσε με ακραία ρεαλιστική ένταση, ίσως μάλιστα περισσότερο από ό,τι αν είχαν γίνει στ’ αλήθεια, γιατί τα γεύτηκε απολύτως ανένοχα. Στο τέλος το σώμα της πονούσε φριχτά σαν να το είχαν κομματιάσει. Καθώς όμως η γεύση της ηδονής δεν την εγκατέλειψε μονομιάς, η τελευταία αίσθηση που είχε, πριν ξυπνήσει, ήταν πολύ αντιφατική. Ένιωθε σαν μόλις να επέστρεφε από μια γιορτή η οποία, εξαιτίας κάποιου παραστρατήματος, κατέληξε σε ανθρωποθυσία.
…
*
…
Τελικά δεν έβγαλε το σακάκι του. Κάθισε στην άκρη μιας πολυθρόνας, σαν επισκέπτης που βιαζόταν να φύγει, και άρχισε να διαβάζει με χτυποκάρδι ερωτευμένου την άγνωστη συνέχεια του διηγήματος:
«... μήπως βλέμμα ναύτου μας επώπτευε λαθραίως. Όμως όχι. Προς μεγάλην μου ανακούφισιν διεπίστωσα μετ’ ολίγον ότι η σκιά οπού με φόβισε ήτο του νεαρού προπομπού τινός πελωρίου νέφους, το οποίον επροσπάθει να καλύψει την αργυράν σελήνην. Το μικρότατον σύγνεφον είχε προώρως αποκοπεί εκ του τιτανίου σώματος της μητρός του κι έδραμε εμπρός ωσάν φιλοπαίγμον μειράκιον, προσποιούμενον τον ιχνηλάτην. Η ευαίσθητος ύλη του κατόρθωσεν να συσκοτίσει ελαφρώς το φέγγος τού ασημοστολίστου υπερπλώου δίσκου, αποστέλλοντας ταυτοχρόνως μία πρόσκαιρον σκιάν εις την σελαγίζουσαν επιφάνειαν των υδάτων πέρα. Το παρετήρησα δι’ ολίγας στιγμάς, φροντίσας να υπολογίσω το βάρος της μητρός του, μην επρομήνυε βροχήν. Αφού εσιγουρεύθην, έστρεψα πάλιν το βλέμμα μου προς το αγλαόν πρόσωπόν της. Διά τινος απειροελαχίστου κλάσματος μοι εφάνη ότι υποκάτω των βλεφάρων της ελαμπύρισαν αμυδρώς δύο μαρμαρυγαί, ωσάν να μην ήτον εντελώς κλειστά. Εφοβήθην προς στιγμήν ότι ήτο ξυπνητή και με περιεργάζετο. Πλην όμως, κύπτων προς τους οφθαλμούς της, με σκοπόν να ξεδιαλύνω την εντύπωσιν, τους ηύρα σφαλιστούς ωσάν τα ευαίσθητα εκείνα άνθη, τα οποία κατά τα νύκτας κλείνουν τα πέταλα δια να κρύψουν τα θέλγητρά των από της περιεργείας των άστρων. Ήτο εντύπωσίς μου, το δίχως άλλο, εσυλλογίσθην. Ω! θα ησυχνόμην πολύ εάν με είχεν ιδεί εις τοιάυτην κατάστασιν, γυμνόν, εστυκότα, ως αληθινόν ακόλουθον του Πανός. Δεν θα ημπορούσα πλέον, όχι μόνον ενώπιόν της να σταθώ, αλλ’ ουδέ εις την πολίχνην να εμφανισθώ εις το εξής. Θα απεχώρουν πάραυτα από τον τόπον μου ως φυγάς. Τοσαύτη εντροπή με διακατείχε.
…
*
…
Η αγκάλη σου είναι πιο καλή απ’ το κρασί κι η ευωδιά των μύρων σου απ’ όλα τα αρώματα
Τώρα ήταν η σειρά του να ξαφνιαστεί. Δεν της το έκρυψε.
«Ώστε το ξέρεις; Δεν το περίμενα!»
«Κάποτε το διάβαζε ο μπαμπάς στη μαμά μου... πριν παντρευτούν...» του απάντησε, μην ξεχνώντας ούτε στιγμή τη μεταμφίεσή της.
«Τόσο το καλύτερο, λοιπόν, θα συνεχίσουμε την οικογενειακή παράδοση», της έγραψε, κι αρπάζοντας την ευκαιρία από τους στίχους που του έστειλε, βιάστηκε να μπει στο ψητό. «Όμως δεν έχεις δοκιμάσει την αγκαλιά μου...»
Η Τζαζ Σιξτίν άφησε ασχολίαστη την επισήμανση.
μύρο χυμένο τ’ όνομά σου· γι’ αυτό σ’ αγαπούν οι κοπελιές
Ο Τζόυφ επέμεινε.
«Δεν σου έχω πει το όνομά μου».
Η Ναταλία είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. Η μεγαλύτερη απόλαυσή της, εδώ που είχε φτάσει, ήταν να αισθάνεται πως ο συνομιλητής της, στην άλλη άκρη των καλωδίων, κόντευε να λειώσει απ’ τον πόθο. Συνέχισε άσπλαχνα.
Όμορφος που είσαι, αγαπημένε, πόσο μεστός.
...